- τηκεδών
- τηκεδώνmeltingfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τηκεδών — όνος, ἡ, ΜΑ, και δωρ. τ. τακεδών Α (για χιόνι) τήξη, λειώσιμο («διαλυομένων ὑπὸ τῆς θερμασίας τῶν πάγων, πολλὴν τηκεδόνα γίνεσθαι», Διόδ.) αρχ. 1. μαρασμός, βαθμιαία, συνεχής φθορά τού σώματος («οὔτε τις οὖν μοι νοῡσος ἐπήλυθεν, ἥτε μάλιστα… … Dictionary of Greek
τηκεδόνα — τηκεδών melting fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηκεδόνας — τηκεδών melting fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηκεδόνες — τηκεδών melting fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηκεδόνι — τηκεδών melting fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηκεδόνος — τηκεδών melting fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηκεδόσι — τηκεδών melting fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηκεδονικός — ή, όν, Α [τηκεδών, όνος] (μόνον στο ουδ.) αυτός που τήκεται ή αυτός που φθείρεται … Dictionary of Greek
ψηκεδών — όνος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «κονιορτός». [ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < θ. ψη τού ψήω* / ψῆν κατά το τηκεδών*] … Dictionary of Greek
ՄԱՇՈՒԱԾ — (ոյ.) NBH 2 0210 Chronological Sequence: Unknown date գ. τηκεδών liquatio, tabes. Մաշումն. հալումն. մաշեալ մասն. փտութիւն. *Յորժամ մաշեսցի միտքն, վերստին դարձել զմաշուածն յերակքն հանէ. Պղատ. տիմ.: *Զայս ամենայն մաշուածս մատաղագոյն մարմնոյն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)